μπασμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπασμένος <
ΜετοχήΕπεξεργασία
μπασμένος, -η, -ο
- που έχει μπει, που τον έχουν βάλει κάπου
- (κατ' επέκταση) κατατοπισμένος, πληροφορημένος, μυημένος, έμπειρος
- (μεταφορικά)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπασμένος