↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπασμένος η μπασμένη το μπασμένο
      γενική του μπασμένου της μπασμένης του μπασμένου
    αιτιατική τον μπασμένο την μπασμένη το μπασμένο
     κλητική μπασμένε μπασμένη μπασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπασμένοι οι μπασμένες τα μπασμένα
      γενική των μπασμένων των μπασμένων των μπασμένων
    αιτιατική τους μπασμένους τις μπασμένες τα μπασμένα
     κλητική μπασμένοι μπασμένες μπασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπασμένος <
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπάζω
< μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαίνω

μπασμένος, -η, -ο

  1. που έχει μπει, που τον έχουν βάλει κάπου
  2. (κατ’ επέκταση) κατατοπισμένος, πληροφορημένος, μυημένος, έμπειρος
  3. (μεταφορικά)
    1. μικροκαμωμένος, μικρόσωμος
    2. (μειωτικό) καχεκτικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία