Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληροφορημένος η πληροφορημένη το πληροφορημένο
      γενική του πληροφορημένου της πληροφορημένης του πληροφορημένου
    αιτιατική τον πληροφορημένο την πληροφορημένη το πληροφορημένο
     κλητική πληροφορημένε πληροφορημένη πληροφορημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληροφορημένοι οι πληροφορημένες τα πληροφορημένα
      γενική των πληροφορημένων των πληροφορημένων των πληροφορημένων
    αιτιατική τους πληροφορημένους τις πληροφορημένες τα πληροφορημένα
     κλητική πληροφορημένοι πληροφορημένες πληροφορημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληροφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληροφορώ

  Μετοχή επεξεργασία

πληροφορημένος, -η, -ο

  • ενημερωμένος για κάτι συγκεκριμένο, όταν κάποιος έχει πληροφορηθεί κάτι
  • Δεν είσαι καλά πληροφορημένος φίλε μου, για άνοιξε τα μάτια σου!
  • Είναι καλά πληροφορημένος και δεν έχει χάσει ποτέ από μετοχές

  Μεταφράσεις επεξεργασία