πληροφορημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πληροφορημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πληροφορώ
Μετοχή
επεξεργασίαπληροφορημένος, -η, -ο
- ενημερωμένος για κάτι συγκεκριμένο, όταν κάποιος έχει πληροφορηθεί κάτι
- Δεν είσαι καλά πληροφορημένος φίλε μου, για άνοιξε τα μάτια σου!
- Είναι καλά πληροφορημένος και δεν έχει χάσει ποτέ από μετοχές
- → δείτε τη λέξη πληροφορώ