Δείτε επίσης: πληροφορῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

πληροφορώ (παθητική φωνή: πληροφορούμαι)

  • δίνω σε κάποιον στοιχεία ή γνώσεις για κάποιο θέμα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία