Δείτε επίσης: πληροφορῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληροφορώ < (ελληνιστική κοινήπληροφορέω / πληροφορῶ < αρχαία ελληνική πλήρης + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renseigner)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pli.ɾo.foˈɾo/

  Ρήμα επεξεργασία

πληροφορώ (παθητική φωνή: πληροφορούμαι)

  • δίνω σε κάποιον στοιχεία ή γνώσεις για κάποιο θέμα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία