πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πληροφοριοδότης οι πληροφοριοδότες
      γενική του πληροφοριοδότη των πληροφοριοδοτών
    αιτιατική τον πληροφοριοδότη τους πληροφοριοδότες
     κλητική πληροφοριοδότη πληροφοριοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληροφοριοδότης αρσενικό (θηλυκό: πληροφοριοδότρια)

  1. κάποιος που δίνει πληροφορίες
  2. (ειδικότερα) μυστικός συνεργάτης ο οποίος δίνει πληροφορίες για κάτι στο οποίο δεν έχουμε άμεση πρόσβαση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία