πληροφοριοδότης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πληροφοριοδότης < πληροφορία + -ο- + δότης (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική informateur)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πληροφοριοδότης αρσενικό (θηλυκό: πληροφοριοδότρια)
- κάποιος που δίνει πληροφορίες
- (ειδικότερα) μυστικός συνεργάτης ο οποίος δίνει πληροφορίες για κάτι στο οποίο δεν έχουμε άμεση πρόσβαση