δότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δότης | οι | δότες |
γενική | του | δότη | των | δοτών |
αιτιατική | τον | δότη | τους | δότες |
κλητική | δότη | δότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δότης < αρχαία ελληνική δοτήρ < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική donneur και αγγλική donor[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδότης αρσενικό (θηλυκό δότρια)
- αυτός που δίνει
- (ιατρική) αυτός που δίνει κάποια όργανα του σώματός του για μεταμόσχευση, που δίνει αίμα κ.λπ.
- (γλωσσολογία) → δείτε τη λέξη δότρια (γλώσσα)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δότης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας