δότρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δότρια | οι | δότριες |
γενική | της | δότριας | των | δοτριών |
αιτιατική | τη | δότρια | τις | δότριες |
κλητική | δότρια | δότριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δότρια θηλυκό