Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δότειρα < δοτήρ < δίδωμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dédeh₃- < *deh₃- (δίνω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δότειρα θηλυκό