δοτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δοτηρ- | |||||
ονομαστική | ὁ | δοτήρ | οἱ | δοτῆρες | |
γενική | τοῦ | δοτῆρος | τῶν | δοτήρων | |
δοτική | τῷ | δοτῆρῐ | τοῖς | δοτῆρσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | δοτῆρᾰ | τοὺς | δοτῆρᾰς | |
κλητική ὦ! | δοτήρ | δοτῆρες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοτῆρε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δοτήροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοτήρ < ασθενές θέμα δο- του παθητικού αορίστου β΄ του δίδωμι + -τήρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοτήρ αρσενικό (θηλυκό δότειρα)
- συνώνυμο του δότης
- αυτός που παρέχει κάτι, ευεργέτης
- ※ θεὸς δοτήρ παντὸς ἀγαθοῦ (1ος αιώνας κε ⌘ Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς D.H. 2.62)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δοτήρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοτήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.