ομόρριζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομόρριζος < λόγια λέξη από τα ὁμός ή ὁμοῦ + ρίζα (κατ' αναλογία προς την αρχαία ελληνική βαθύρριζος και ὁμόσπλαγχνος, ὁμόφυτος κ.λπ.)
Επίθετο
επεξεργασίαομόρριζος,η,ο
- το φυτό που βγήκε από τις ίδιες ρίζες με ένα άλλο
- Μην το τραβήξεις δυνατά, πρέπει να χωρίσουμε τις ρίζες, γιατί μοιάζει να φύτρωσε δίπλα στο άλλο, αλλά είναι ομόρριζο
- (μεταφορικά) εκείνος που έχει ίδια καταγωγή, ίδιες ρίζες με άλλον, με την ευρύτερη έννοια,
- ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο
γραμμ. εκείνο που ανήκει στην ίδια οικογένεια λέξεων, έχει κοινή ρίζα, θέμα, ίδια προέλευση.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομόρριζος
|