Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμόφυτος < ὁμό- + -φυτος ( < φύομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁμόφυτος, ος, ον

  • που φυτρώνουν μαζί, που έχουν κοινή καταγωγή (μάλλον ελληνιστική λέξη)