Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὁμόφυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὁμόφυτος
<
ὁμό-
+
-φυτος
( <
φύομαι
)
Επίθετο
επεξεργασία
ὁμόφυτος, ος, ον
που φυτρώνουν μαζί, που έχουν κοινή καταγωγή (μάλλον
ελληνιστική
λέξη)