-φυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -φυτος | η | -φυτη | το | -φυτο |
γενική | του | -φυτου | της | -φυτης | του | -φυτου |
αιτιατική | τον | -φυτο | τη(ν) | -φυτη | το | -φυτο |
κλητική | -φυτε | -φυτη | -φυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -φυτοι | οι | -φυτες | τα | -φυτα |
γενική | των | -φυτων | των | -φυτων | των | -φυτων |
αιτιατική | τους | -φυτους | τις | -φυτες | τα | -φυτα |
κλητική | -φυτοι | -φυτες | -φυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -φυτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυτος < φύ(μαι) + -τος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φυ‐τος
Επίθημα
επεξεργασία-φυτος, -η, -ο
- επίθημα επιθέτων τα οποία δηλώνουν πως μια έκταση καλύπτεται από βλάστηση συγκεκριμένου είδους ή με συγκεκριμένο τρόπο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-φυτος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -φυτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)