φύομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φύομαι < αρχαία ελληνική φύω
ΡήμαΕπεξεργασία
φύομαι
- φυτρώνω (σύνηθες πια μόνον στο τρίτο πρόσωπο (φύεται) με αναφορά στο περιβάλλον στο οποίο κάτι απαντά στη φύση χωρίς ανθρώπινες παρεμβάσεις)
- αυτό το είδος φύεται στην ανατολική Μεσόγειο