φύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φύομαι, μεσοπαθητική φωνή του φύω
Ρήμα
επεξεργασία
φύομαι μόνο στο ενεστωτικό θέμα
- φυτρώνω
- ⮡ Αυτό το είδος φύεται στην ανατολική Μεσόγειο.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- φύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φύω