sprout
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sprout |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sprouts |
αόριστος | sprouted |
παθητική μετοχή | sprouted |
ενεργητική μετοχή | sprouting |
Ρήμα
επεξεργασίαsprout (en)
- (αμετάβατο, για φυτά) βγάζω, πετάω
- ⮡ The roots/stem/flowers sprouted.
- Πέταξε ρίζες/βλαστό/άνθη.
- ⮡ The wheat is starting to sprout.
- Το στάρι άρχισε να πετάγεται.
- ⮡ The roots/stem/flowers sprouted.
Πηγές
επεξεργασία- sprout - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ