ενεστώτας sprout
γ΄ ενικό ενεστώτα sprouts
αόριστος sprouted
παθητική μετοχή sprouted
ενεργητική μετοχή sprouting

sprout (en)

  • (αμετάβατο, για φυτά) βγάζω, πετάω
    ⮡  The roots/stem/flowers sprouted.
    Πέταξε ρίζες/βλαστό/άνθη.
    ⮡  The wheat is starting to sprout.
    Το στάρι άρχισε να πετάγεται.