Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βγάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βγάζω / ἐβγάζω < αρχαία ελληνική ἐκβιβάζω < ἐκ + βιβάζω

  Ρήμα επεξεργασία

βγάζω, αόρ.: έβγαλα, παθ.φωνή: βγάζομαι, π.αόρ.: βγάλθηκα, μτχ.π.π.: βγαλμένος

  1. μεταφέρω κάτι από το εσωτερικό ενός χώρου ή αντικειμένου στο εξωτερικό του
    βγάζω έξω τα σκουπίδια, βγάζω τα ρούχα από την ντουλάπα
    1. (στο σχολείο) βγάζω κάποιον έξω: αποβάλλω ένα μαθητή από την αίθουσα
    2. (μεταφορικά, για συναισθήματα) εκδηλώνω
      βγάζω το άχτι μου: ξεσπάω, εκδηλώνω το θυμό μου
  2. μεταφέρω κάτι σε άλλη θέση από αυτήν που βρίσκεται γιατί εμποδίζει
    Βγάλε από μπροστά σου αυτή την καρέκλα.
  3. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι που εφάπτεται ή είναι κολλημένο στην εξωτερική επιφάνεια ενός σώματος/αντικειμένου
    βγάζω το χάρτινο εξώφυλλο από ένα δερματόδετο βιβλίο
    1. βγάζω τα ρούχα κάποιου: γδύνω κάποιον
    2. βγάζω τα ρούχα μου: γδύνομαι
  4. αφαιρώ με εγχείριση κάποιο όργανο του σώματος
    του έβγαλαν το δόντι/τη χολή/τη σπλήνα
  5. εξαρθρώνω
    Πάλι έβγαλα τον ώμο μου.
  6. τραυματίζω
    Κοίτα μη βγάλεις το μάτι σου μ' αυτό το ψαλίδι.
  7. εξάγω ένα συμπέρασμα ή τη λύση μιας μαθηματικής πράξης ή προβλήματος
  8. καταφέρνω να διαβάσω κάτι
    Χωρίς τα γυαλιά του, δεν τα βγάζει τα γράμματα.
  9. παράγω
    Αυτή η μηχανή βγάζει 1000 κομμάτια τη μέρα.
  10. κερδίζω (για εισόδημα)
    Πόσα λεφτά βγάζεις το χρόνο;

Εκφράσεις επεξεργασία

(Χρειάζεται να μεταφερθούν στα λήμματά τους)

  Μεταφράσεις επεξεργασία