βγάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βγάζω < μεσαιωνική ελληνική βγάζω / ἐβγάζω < αρχαία ελληνική ἐκβιβάζω < ἐκ + βιβάζω
ΡήμαΕπεξεργασία
βγάζω, αόριστος: έβγαλα, παθητική μετοχή: βγαλμένος
- μεταφέρω κάτι από το εσωτερικό ενός χώρου ή αντικειμένου στο εξωτερικό του
- βγάζω έξω τα σκουπίδια, βγάζω τα ρούχα από την ντουλάπα
- μεταφέρω κάτι σε άλλη θέση από αυτήν που βρίσκεται γιατί εμποδίζει
- βγάλε από μπροστά σου αυτή την καρέκλα
- αφαιρώ, απομακρύνω κάτι που εφάπτεται ή είναι κολλημένο στην εξωτερική επιφάνεια ενός σώματος/αντικειμένου
- βγάζω το χάρτινο εξώφυλλο από ένα δερματόδετο βιβλίο
- αφαιρώ με εγχείριση κάποιο όργανο του σώματος
- του έβγαλαν το δόντι/τη χολή/τη σπλήνα
- εξαρθρώνω
- πάλι έβγαλα τον ώμο μου
- τραυματίζω
- κοίτα μη βγάλεις το μάτι σου μ' αυτό το ψαλίδι
- εξάγω ένα συμπέρασμα ή τη λύση μιας μαθηματικής πράξης ή προβλήματος
- καταφέρνω να διαβάσω κάτι
- χωρίς τα γυαλιά του, δεν τα βγάζει
- παράγω
- αυτή μηχανή βγάζει 1000 κομμάτια τη μέρα
- κερδίζω (για εισόδημα)
- πόσα λεφτά βγάζεις το χρόνο;
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- βγάζω τα γράμματα κάποιου: μπορώ να διαβάσω το γραφικό χαρακτήρα κάποιου
- με βγάζει απ' τα ρούχα μου → βλέπε έκφραση: μου τη δίνει
- βγάζουν τα μάτια τους: κάνουν έρωτα
- βγάζω γκόμενο:(καθομιλουμένη) πετυχαίνω να σχετιστώ συναισθηματικά/ερωτικά με κάποιο άτομο
- βγάζω λαγό: έχω μια επιτυχία, βρίσκω μια σημαντική ευκαιρία, κάνω μια σημαντική ανακάλυψη
- βγάζω μάτι: είμαι εμφανής, είμαι προφανής (ιδίως για λάθος)
- βγάζω ένα (μουσικό) κομμάτι: πετυχαίνω να παίξω σωστά ένα μουσικό κομμάτι, συχνά χωρίς τη βοήθεια παρτιτούρας, μόνο με το αφτί
- βγάζω κάποιον τρελό: αρνούμαι όλες τις κατηγορίες που μου κάνει, δεν παραδέχομαι το φταίξιμό μου, είμαι μυθομανής
- βγάζει ήλιο: τελειώνει η κακοκαιρία, βγαίνει ο ήλιος, ανοίγει ο καιρός
- βγάζω το καπέλο σε κάποιον: του αναγνωρίζω την αξία, του δείχνω μεγάλο θαυμασμό
- βγάζω το σχολείο: τελειώνω το σχολείο
- βγάζω ένα καινούριο προϊόν: αρχίζω να το παράγω και να το πουλώ στην αγορά
- βγάζω την Παναγία ή βγάζω την πίστη σε κάποιον: τον ταλαιπωρώ απίστευτα
- βγάζω την μπέμπελη: πεθαίνω απ'τη ζέστη
- βγάζω το μήνα: δεν ξεμένω από λεφτά ως το τέλος του μήνα
- βγάζω δόντι: μου φυτρώνει ένα καινούριο δόντι
- βγάζω σπυράκι: εμφανίζεται ένα σπυράκι στο σώμα μου
- βγάζω από τη μύγα ξίγκι: βγάζω με το ζόρι κέρδος από ανεπικερδή δραστηριότητα
- τη βγάζω