εξαρθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαρθρώνω < από το αρχαίο ἐξαρθρόω-ἐξαρθρῶ. < Από το ἐξ και το ἀρθρόω-ἀρθρῶ. < Από το ἄρθρον, άρθρωση.
Ρήμα
επεξεργασίαεξαρθρώνω
- προκαλώ τη μετακίνηση ενός οστού έξω από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται
- (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω (μια οργάνωση, κ.α.)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαρθρώνω | εξάρθρωνα | θα εξαρθρώνω | να εξαρθρώνω | εξαρθρώνοντας | |
β' ενικ. | εξαρθρώνεις | εξάρθρωνες | θα εξαρθρώνεις | να εξαρθρώνεις | εξάρθρωνε | |
γ' ενικ. | εξαρθρώνει | εξάρθρωνε | θα εξαρθρώνει | να εξαρθρώνει | ||
α' πληθ. | εξαρθρώνουμε | εξαρθρώναμε | θα εξαρθρώνουμε | να εξαρθρώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαρθρώνετε | εξαρθρώνατε | θα εξαρθρώνετε | να εξαρθρώνετε | εξαρθρώνετε | |
γ' πληθ. | εξαρθρώνουν(ε) | εξάρθρωναν εξαρθρώναν(ε) |
θα εξαρθρώνουν(ε) | να εξαρθρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξάρθρωσα | θα εξαρθρώσω | να εξαρθρώσω | εξαρθρώσει | ||
β' ενικ. | εξάρθρωσες | θα εξαρθρώσεις | να εξαρθρώσεις | εξάρθρωσε | ||
γ' ενικ. | εξάρθρωσε | θα εξαρθρώσει | να εξαρθρώσει | |||
α' πληθ. | εξαρθρώσαμε | θα εξαρθρώσουμε | να εξαρθρώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαρθρώσατε | θα εξαρθρώσετε | να εξαρθρώσετε | εξαρθρώστε | ||
γ' πληθ. | εξάρθρωσαν εξαρθρώσαν(ε) |
θα εξαρθρώσουν(ε) | να εξαρθρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαρθρώσει | είχα εξαρθρώσει | θα έχω εξαρθρώσει | να έχω εξαρθρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαρθρώσει | είχες εξαρθρώσει | θα έχεις εξαρθρώσει | να έχεις εξαρθρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαρθρώσει | είχε εξαρθρώσει | θα έχει εξαρθρώσει | να έχει εξαρθρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαρθρώσει | είχαμε εξαρθρώσει | θα έχουμε εξαρθρώσει | να έχουμε εξαρθρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαρθρώσει | είχατε εξαρθρώσει | θα έχετε εξαρθρώσει | να έχετε εξαρθρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαρθρώσει | είχαν εξαρθρώσει | θα έχουν εξαρθρώσει | να έχουν εξαρθρώσει |
|