ενεστώτας disrupt
γ΄ ενικό ενεστώτα disrupts
αόριστος disrupted
παθητική μετοχή disrupted
ενεργητική μετοχή disrupting

disrupt (en)

  1. εξαρθρώνω, διαλύω, διαταράσσω, δυσκολεύω κάτι να συνεχιστεί με τον κανονικό τρόπο
    Traffic was disrupted by heavy snowfall.
    Οι συγκοινωνίες εξαρθρώθηκαν από τος μεγάλες χιονοπτώσεις.
  2. διακόπτω, παρεμποδίζω κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία