Ετυμολογία

επεξεργασία
διαταράσσω < αρχαία ελληνική διαταράσσω < διά + ταράσσω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perturber)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.taˈɾa.so/ & /ðʝa.taˈɾa.so/

διαταράσσω (παθητική φωνή: διαταράσσομαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία