διαταράσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαταράσσω < αρχαία ελληνική διαταράσσω < διά + ταράσσω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perturber)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.taˈɾa.so/ & /ðʝa.taˈɾa.so/
Ρήμα
επεξεργασίαδιαταράσσω (παθητική φωνή: διαταράσσομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδιατάρακτα / αδιατάραχτα
- αδιατάρακτος / αδιατάραχτος
- αδιαταράκτως
- διαταραγμένος
- διαταράκτης
- διαταρακτικός
- διατάραξη
- διαταραχή
- → δείτε τις λέξεις διά και ταράζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαταράσσω | διατάρασσα | θα διαταράσσω | να διαταράσσω | διαταράσσοντας | |
β' ενικ. | διαταράσσεις | διατάρασσες | θα διαταράσσεις | να διαταράσσεις | διατάρασσε | |
γ' ενικ. | διαταράσσει | διατάρασσε | θα διαταράσσει | να διαταράσσει | ||
α' πληθ. | διαταράσσουμε | διαταράσσαμε | θα διαταράσσουμε | να διαταράσσουμε | ||
β' πληθ. | διαταράσσετε | διαταράσσατε | θα διαταράσσετε | να διαταράσσετε | διαταράσσετε | |
γ' πληθ. | διαταράσσουν(ε) | διατάρασσαν διαταράσσαν(ε) |
θα διαταράσσουν(ε) | να διαταράσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατάραξα | θα διαταράξω | να διαταράξω | διαταράξει | ||
β' ενικ. | διατάραξες | θα διαταράξεις | να διαταράξεις | διατάραξε | ||
γ' ενικ. | διατάραξε | θα διαταράξει | να διαταράξει | |||
α' πληθ. | διαταράξαμε | θα διαταράξουμε | να διαταράξουμε | |||
β' πληθ. | διαταράξατε | θα διαταράξετε | να διαταράξετε | διαταράξτε | ||
γ' πληθ. | διατάραξαν διαταράξαν(ε) |
θα διαταράξουν(ε) | να διαταράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαταράξει | είχα διαταράξει | θα έχω διαταράξει | να έχω διαταράξει | ||
β' ενικ. | έχεις διαταράξει | είχες διαταράξει | θα έχεις διαταράξει | να έχεις διαταράξει | ||
γ' ενικ. | έχει διαταράξει | είχε διαταράξει | θα έχει διαταράξει | να έχει διαταράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαταράξει | είχαμε διαταράξει | θα έχουμε διαταράξει | να έχουμε διαταράξει | ||
β' πληθ. | έχετε διαταράξει | είχατε διαταράξει | θα έχετε διαταράξει | να έχετε διαταράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαταράξει | είχαν διαταράξει | θα έχουν διαταράξει | να έχουν διαταράξει |
|