Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαταραγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαταραγμέν
ος
η
διαταραγμέν
η
το
διαταραγμέν
ο
γενική
του
διαταραγμέν
ου
της
διαταραγμέν
ης
του
διαταραγμέν
ου
αιτιατική
τον
διαταραγμέν
ο
τη
διαταραγμέν
η
το
διαταραγμέν
ο
κλητική
διαταραγμέν
ε
διαταραγμέν
η
διαταραγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαταραγμέν
οι
οι
διαταραγμέν
ες
τα
διαταραγμέν
α
γενική
των
διαταραγμέν
ων
των
διαταραγμέν
ων
των
διαταραγμέν
ων
αιτιατική
τους
διαταραγμέν
ους
τις
διαταραγμέν
ες
τα
διαταραγμέν
α
κλητική
διαταραγμέν
οι
διαταραγμέν
ες
διαταραγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαταραγμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
διαταράζω
και
διαταράσσω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιατάρακτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαταραγμένος
γαλλικά
:
perturbé
(fr)