↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιατάρακτος η αδιατάρακτη το αδιατάρακτο
      γενική του αδιατάρακτου της αδιατάρακτης του αδιατάρακτου
    αιτιατική τον αδιατάρακτο την αδιατάρακτη το αδιατάρακτο
     κλητική αδιατάρακτε αδιατάρακτη αδιατάρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιατάρακτοι οι αδιατάρακτες τα αδιατάρακτα
      γενική των αδιατάρακτων των αδιατάρακτων των αδιατάρακτων
    αιτιατική τους αδιατάρακτους τις αδιατάρακτες τα αδιατάρακτα
     κλητική αδιατάρακτοι αδιατάρακτες αδιατάρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιατάρακτος < α- + διαταράσσω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αδιατάρακτος, -η, -ο

  1. που δεν διαταράσσεται
  2. που δεν μπορεί να διαταραχτεί

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία