αδιατάρακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιατάρακτος < α- + διαταράσσω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιατάρακτος, -η, -ο
- που δεν διαταράσσεται
- που δεν μπορεί να διαταραχτεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδιατάρακτα
- → δείτε τις λέξεις διαταράσσω και ταράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιατάρακτος
|