Ετυμολογία

επεξεργασία
αδιατάρακτα < αδιατάρακτος +

  Επίρρημα

επεξεργασία

αδιατάρακτα

  • χωρίς κανείς να ταράξει κάτι, χωρίς διακοπές

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αδιατάρακτα