αδιατάραχτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιατάραχτα < αδιατάραχτος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααδιατάραχτα
- άλλη μορφή του αδιατάρακτα, χωρίς καμία διατάραξη
- κοιμήθηκε αδιατάραχτα για οχτώ ώρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιατάραχτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααδιατάραχτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδιατάραχτος