ταράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταράζω < αρχαία ελληνική ταράσσω ταραξ-, και κατά το σχήμα έκραξα - κράζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /taˈɾa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ρά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαταράζω, αόρ.: τάραξα, παθ.φωνή: ταράζομαι, π.αόρ.: ταράχτηκα, μτχ.π.π.: ταραγμένος
- προκαλώ ταραχή ή αναταραχή
- ※ Τάραζαν, λοιπόν, τον ύπνο του αυτά που του 'λεγα; (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
- (οικείο) ταλαιπωρώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ταράζω κάτι: τρώω πολύ κάτι, σε μεγάλες ποσότητες
- ⮡ Τα τάραξε τα μήλα!
- ταράζω τα νερά
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
ταραζ- ταραχ-
ταραζ- ταραχ-
- αδιατάρακτα
- αδιατάρακτος
- ανατάραγμα
- αναταραγμένος
- αναταραγμός
- αναταράζω
- ανατάραξη
- αναταραχή
- ανατάραχος
- αναταραχτικός
- ανεμοταραχή
- ανεμοτάραχο
- ατάρακτα / ατάραχα / ατάραχτα
- ατάρακτος / ατάραχος / ατάραχτος
- αταραξία
- διατάραξη
- διαταραχή
- θαλασσοταραχή
- πολυτάραχος
- συνταρακτικά
- συνταρακτικός
- ταραξίας
- ταραχή
- ταραχοποιός
- τάραχος
- ταραχώδης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταράζω | τάραζα | θα ταράζω | να ταράζω | ταράζοντας | |
β' ενικ. | ταράζεις | τάραζες | θα ταράζεις | να ταράζεις | τάραζε | |
γ' ενικ. | ταράζει | τάραζε | θα ταράζει | να ταράζει | ||
α' πληθ. | ταράζουμε | ταράζαμε | θα ταράζουμε | να ταράζουμε | ||
β' πληθ. | ταράζετε | ταράζατε | θα ταράζετε | να ταράζετε | ταράζετε | |
γ' πληθ. | ταράζουν(ε) | τάραζαν ταράζαν(ε) |
θα ταράζουν(ε) | να ταράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τάραξα | θα ταράξω | να ταράξω | ταράξει | ||
β' ενικ. | τάραξες | θα ταράξεις | να ταράξεις | τάραξε | ||
γ' ενικ. | τάραξε | θα ταράξει | να ταράξει | |||
α' πληθ. | ταράξαμε | θα ταράξουμε | να ταράξουμε | |||
β' πληθ. | ταράξατε | θα ταράξετε | να ταράξετε | ταράξτε | ||
γ' πληθ. | τάραξαν ταράξαν(ε) |
θα ταράξουν(ε) | να ταράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταράξει | είχα ταράξει | θα έχω ταράξει | να έχω ταράξει | ||
β' ενικ. | έχεις ταράξει | είχες ταράξει | θα έχεις ταράξει | να έχεις ταράξει | ||
γ' ενικ. | έχει ταράξει | είχε ταράξει | θα έχει ταράξει | να έχει ταράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταράξει | είχαμε ταράξει | θα έχουμε ταράξει | να έχουμε ταράξει | ||
β' πληθ. | έχετε ταράξει | είχατε ταράξει | θα έχετε ταράξει | να έχετε ταράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταράξει | είχαν ταράξει | θα έχουν ταράξει | να έχουν ταράξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταράζομαι | ταραζόμουν(α) | θα ταράζομαι | να ταράζομαι | ||
β' ενικ. | ταράζεσαι | ταραζόσουν(α) | θα ταράζεσαι | να ταράζεσαι | ||
γ' ενικ. | ταράζεται | ταραζόταν(ε) | θα ταράζεται | να ταράζεται | ||
α' πληθ. | ταραζόμαστε | ταραζόμαστε ταραζόμασταν |
θα ταραζόμαστε | να ταραζόμαστε | ||
β' πληθ. | ταράζεστε | ταραζόσαστε ταραζόσασταν |
θα ταράζεστε | να ταράζεστε | (ταράζεστε) | |
γ' πληθ. | ταράζονται | ταράζονταν ταραζόντουσαν |
θα ταράζονται | να ταράζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταράχτηκα | θα ταραχτώ | να ταραχτώ | ταραχτεί | ||
β' ενικ. | ταράχτηκες | θα ταραχτείς | να ταραχτείς | ταράξου | ||
γ' ενικ. | ταράχτηκε | θα ταραχτεί | να ταραχτεί | |||
α' πληθ. | ταραχτήκαμε | θα ταραχτούμε | να ταραχτούμε | |||
β' πληθ. | ταραχτήκατε | θα ταραχτείτε | να ταραχτείτε | ταραχτείτε | ||
γ' πληθ. | ταράχτηκαν ταραχτήκαν(ε) |
θα ταραχτούν(ε) | να ταραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταραχτεί | είχα ταραχτεί | θα έχω ταραχτεί | να έχω ταραχτεί | ταραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ταραχτεί | είχες ταραχτεί | θα έχεις ταραχτεί | να έχεις ταραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταραχτεί | είχε ταραχτεί | θα έχει ταραχτεί | να έχει ταραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταραχτεί | είχαμε ταραχτεί | θα έχουμε ταραχτεί | να έχουμε ταραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταραχτεί | είχατε ταραχτεί | θα έχετε ταραχτεί | να έχετε ταραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταραχτεί | είχαν ταραχτεί | θα έχουν ταραχτεί | να έχουν ταραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ταραγμένος - είμαστε, είστε, είναι ταραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ταραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ταραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ταραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ταραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ταραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ταραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ταράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταράζω < αρχαία ελληνική ταράσσω ταραξ-, και κατά το σχήμα έκραξα - κράζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαταράζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ταράζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας