Ετυμολογία

επεξεργασία
ταράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ταράζω < αρχαία ελληνική ταράσσω ταραξ-, και κατά το σχήμα έκραξα - κράζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ρά‐ζω

ταράζω, αόρ.: τάραξα, παθ.φωνή: ταράζομαι, π.αόρ.: ταράχτηκα, μτχ.π.π.: ταραγμένος

  1. προκαλώ ταραχή ή αναταραχή
    ※  Τάραζαν, λοιπόν, τον ύπνο του αυτά που του 'λεγα; (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
  2. (οικείο) ταλαιπωρώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
ταραζ- ταραχ- 

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταράζω < αρχαία ελληνική ταράσσω ταραξ-, και κατά το σχήμα έκραξα - κράζω[1]

ταράζω

  Αναφορές

επεξεργασία