ανεμοταραχή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.mo.ta.ɾaˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐τα‐ρα‐χή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεμοταραχή θηλυκό
- δυνατός άνεμος, ανεμοθύελλα, θαλασσοταραχή (που προκαλείται από τον σφοδρό αέρα)
- ※ Δαρμένο από τα κύματα, ριχμένο δώθε κείθε από την ανεμοταραχή, να προχωρήσει δεν μπορούσε, γιατί είχε τον άνεμο ενάντια. (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού (1925), Κεφάλαιο ΚΒ΄: Λιγόπιστε, γιατί Δίστασες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεμοταραχή
→ δείτε τη λέξη ανεμοθύελλα |