Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ανεμοζάλη
      γενική της ανεμοζάλης
    αιτιατική την ανεμοζάλη
     κλητική ανεμοζάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεμοζάλη < ανεμο- + ζάλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ne.moˈza.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐μο‐ζά‐λη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανεμοζάλη θηλυκό

  1. οι άνεμοι μεγάλης έντασης αλλά και που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις, μια από τη μία και μια από την άλλη
  2. η σύγχυση, η αναταραχή, η αναστάτωση. η παραζάλη

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία