Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναταραχή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αναταραχ
ή
οι
αναταραχ
ές
γενική
της
αναταραχ
ής
των
αναταραχ
ών
αιτιατική
την
αναταραχ
ή
τις
αναταραχ
ές
κλητική
αναταραχ
ή
αναταραχ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναταραχή
<
αναταράσσω
(
αναταράζω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναταραχή
θηλυκό
η
αναστάτωση
και η
αποδιοργάνωση
που επικρατεί όταν κάτι ταράζεται
νέα παγκόσμια
αναταραχή
από τη διχόνοια ανατολής και δύσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναταραχή
αγγλικά
:
turmoil
(en)
,
commotion
(en)
γαλλικά
:
tourmente
(fr)
,
agitation
(fr)
ισπανικά
:
agitación
(es)
,
turbación
(es)