αποδιοργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδιοργάνωση | οι | αποδιοργανώσεις |
γενική | της | αποδιοργάνωσης* | των | αποδιοργανώσεων |
αιτιατική | την | αποδιοργάνωση | τις | αποδιοργανώσεις |
κλητική | αποδιοργάνωση | αποδιοργανώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιοργανώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποδιοργάνωση < απο- + διοργάνωση
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποδιοργάνωση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποδιοργάνωση
|