mess
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mess | messes |
mess (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (συνήθως ενικός) η ακαταστασία, τα χάλια, μια βρώμικη ή ακατάστατη κατάσταση
- (συνήθως ενικός) τα χάλια, μια κατάσταση που είναι γεμάτη προβλήματα, συνήθως λόγω έλλειψης οργάνωσης ή λόγω λαθών που έχει κάνει κάποιος
- ⮡ Our national team is a mess right now.
- Η εθνική μας ομάδα είναι χάλια αυτό τον καιρό.
- ⮡ You’ve made a big mess of things!
- Πολύ τα περιέπλεξες τα πράγματα!
- ⮡ Our national team is a mess right now.
- (μόνο ενικός) τα χάλια, ένα άτομο που είναι βρόμικο ή του οποίου τα ρούχα και τα μαλλιά δεν είναι νοικοκυρεμένα
- ⮡ You look a mess in those clothes.
- Έχεις τα χάλια σου μ' αυτά τα ρούχα.
- ⮡ You look a mess in those clothes.
- (μόνο ενικός, ανεπίσημο) τα χάλια, άτομο που έχει σοβαρά προβλήματα και είναι σε άσχημη ψυχική κατάσταση
- ⮡ I feel like a mess today.
- Νιώθω χάλια σήμερα.
- ⮡ I feel like a mess today.
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mess |
γ΄ ενικό ενεστώτα | messes |
αόριστος | messed |
παθητική μετοχή | messed |
ενεργητική μετοχή | messing |
mess (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) ανακατεύω, κάνω κάτι βρώμικο ή ανάκατο
- ⮡ I am messing someone’s hair.
- Ανακατεύω τα μαλλιά κάποιου.
- ⮡ I am messing someone’s hair.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- mess (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mess (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 959. ISBN 9780194325684., λήμμα: χάλι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
mess | mess |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmess (fr) θηλυκό
- η Λέσχη των αξιωματικών