χάλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάλι | τα | χάλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χάλι | τα | χάλια |
κλητική | χάλι | χάλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hâl < αραβική حال (hāl)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχάλι ουδέτερο
- πολύ κακή, πολύ άθλια ή εξαθλιωμένη κατάσταση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- είμαι ένα χάλι/μάτσο χάλια, έχω το κακό/μαύρο μου το χάλι , έχω τα μαύρα μου τα χάλια/τα χάλια μου = είμαι σε πολύ κακή/άθλια κατάσταση, έχω άθλια εμφάνιση