Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαθλιωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαθλιωμέν
ος
η
εξαθλιωμέν
η
το
εξαθλιωμέν
ο
γενική
του
εξαθλιωμέν
ου
της
εξαθλιωμέν
ης
του
εξαθλιωμέν
ου
αιτιατική
τον
εξαθλιωμέν
ο
την
εξαθλιωμέν
η
το
εξαθλιωμέν
ο
κλητική
εξαθλιωμέν
ε
εξαθλιωμέν
η
εξαθλιωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαθλιωμέν
οι
οι
εξαθλιωμέν
ες
τα
εξαθλιωμέν
α
γενική
των
εξαθλιωμέν
ων
των
εξαθλιωμέν
ων
των
εξαθλιωμέν
ων
αιτιατική
τους
εξαθλιωμέν
ους
τις
εξαθλιωμέν
ες
τα
εξαθλιωμέν
α
κλητική
εξαθλιωμέν
οι
εξαθλιωμέν
ες
εξαθλιωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαθλιωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξαθλιώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εξαθλιωμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξαθλιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαθλιωμένος
γαλλικά
:
misérable
(fr)
ισπανικά
:
indigente
(es)
,
miserable
(es)