εξαθλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεξαθλιώνω
- οδηγώ κάποιον σε κατάσταση αθλιότητας, προκαλώ εξαθλίωση
- Η έλλειψη τροφής και χρημάτων εξαθλιώνει τους άπορους.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαθλιώνω | εξαθλίωνα | θα εξαθλιώνω | να εξαθλιώνω | εξαθλιώνοντας | |
β' ενικ. | εξαθλιώνεις | εξαθλίωνες | θα εξαθλιώνεις | να εξαθλιώνεις | εξαθλίωνε | |
γ' ενικ. | εξαθλιώνει | εξαθλίωνε | θα εξαθλιώνει | να εξαθλιώνει | ||
α' πληθ. | εξαθλιώνουμε | εξαθλιώναμε | θα εξαθλιώνουμε | να εξαθλιώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαθλιώνετε | εξαθλιώνατε | θα εξαθλιώνετε | να εξαθλιώνετε | εξαθλιώνετε | |
γ' πληθ. | εξαθλιώνουν(ε) | εξαθλίωναν εξαθλιώναν(ε) |
θα εξαθλιώνουν(ε) | να εξαθλιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαθλίωσα | θα εξαθλιώσω | να εξαθλιώσω | εξαθλιώσει | ||
β' ενικ. | εξαθλίωσες | θα εξαθλιώσεις | να εξαθλιώσεις | εξαθλίωσε | ||
γ' ενικ. | εξαθλίωσε | θα εξαθλιώσει | να εξαθλιώσει | |||
α' πληθ. | εξαθλιώσαμε | θα εξαθλιώσουμε | να εξαθλιώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαθλιώσατε | θα εξαθλιώσετε | να εξαθλιώσετε | εξαθλιώστε | ||
γ' πληθ. | εξαθλίωσαν εξαθλιώσαν(ε) |
θα εξαθλιώσουν(ε) | να εξαθλιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαθλιώσει | είχα εξαθλιώσει | θα έχω εξαθλιώσει | να έχω εξαθλιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαθλιώσει | είχες εξαθλιώσει | θα έχεις εξαθλιώσει | να έχεις εξαθλιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαθλιώσει | είχε εξαθλιώσει | θα έχει εξαθλιώσει | να έχει εξαθλιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαθλιώσει | είχαμε εξαθλιώσει | θα έχουμε εξαθλιώσει | να έχουμε εξαθλιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαθλιώσει | είχατε εξαθλιώσει | θα έχετε εξαθλιώσει | να έχετε εξαθλιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαθλιώσει | είχαν εξαθλιώσει | θα έχουν εξαθλιώσει | να έχουν εξαθλιώσει |
|