άθλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άθλιος | η | άθλια | το | άθλιο |
γενική | του | άθλιου | της | άθλιας | του | άθλιου |
αιτιατική | τον | άθλιο | την | άθλια | το | άθλιο |
κλητική | άθλιε | άθλια | άθλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άθλιοι | οι | άθλιες | τα | άθλια |
γενική | των | άθλιων | των | άθλιων | των | άθλιων |
αιτιατική | τους | άθλιους | τις | άθλιες | τα | άθλια |
κλητική | άθλιοι | άθλιες | άθλια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άθλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄθλιος → και δείτε τη λέξη ἆθλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.θli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐θλι‐ος
- τονικό παρώνυμο: αθλίως
Επίθετο
επεξεργασίαάθλιος, -α, -ο
- που προκαλεί αρνητικά συναισθήματα (όπως απόρριψη, αποστροφή, απέχθεια), πολύ κακός
- (οικείο) για πρόσωπο που κάνει κάτι απροσδόκητο (αρνητική ή θετική σημασία)
- δυστυχισμένος, ταλαίπωρος
- που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, ερειπωμένος ή κουρελιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαμε θέμα αθλι-
- άθλια (επίρρημα)
- αθλιόκαιρος
- αθλιότητα
- αθλίως (επίρρημα)
- απαθλιωμένος
- απαθλιώνω, απαθλιώνομαι
- απαθλίωση]
- απαθλιωτικός
- εξαθλίωμα
- εξαθλιωμένος
- εξαθλιώνω, εξαθλιώνομαι
- εξαθλίωση
- εξαθλιωτικά (επίρρημα)
- εξαθλιωτικός
- πανάθλια (επίρρημα)
- πανάθλιος
- παντάθλιος
- τρισάθλια (επίρρημα)
- τρισάθλιος
→ και δείτε τη λέξη άθλος για θέματα με αθλο-, αθλη-
Μεταφράσεις
επεξεργασία άθλιος
Πηγές
επεξεργασία- άθλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άθλιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- άθλιος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας