↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανάθλιος η πανάθλια το πανάθλιο
      γενική του πανάθλιου της πανάθλιας του πανάθλιου
    αιτιατική τον πανάθλιο την πανάθλια το πανάθλιο
     κλητική πανάθλιε πανάθλια πανάθλιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανάθλιοι οι πανάθλιες τα πανάθλια
      γενική των πανάθλιων των πανάθλιων των πανάθλιων
    αιτιατική τους πανάθλιους τις πανάθλιες τα πανάθλια
     κλητική πανάθλιοι πανάθλιες πανάθλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανάθλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανάθλιος. Συγχρονικά αναλύεται σε παν- + άθλιος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈna.θli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐νά‐θλι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

πανάθλιος, -α, -ο (επιτατικό επίθετο) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μειωτικό) τελείως άθλιος, χαμερπής, τιποτένιος
  2. πολύ δυστυχισμένος, εξαθλιωμένος, που τον βλέπουν οι άλλοι με περιφρόνηση
    ※  [καθαρεύουσα, κατά την αρχαία κλίση πανάθλιος] «Τὸ ὄνομά μου eἶν’ Ἑλλάς, κοινῶς δὲ καὶ Γραικία ἡ πρὶν λαμπρὰ καὶ ἔνδοξος, τώρα δὲ παναθλία
    Αγνώστου, Ο Ρωσσοαγγλογάλλος, 1805, στίχοι 322-323

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πανάθλιος παναθλί τὸ πανάθλιον
      γενική τοῦ παναθλίου τῆς παναθλίᾱς τοῦ παναθλίου
      δοτική τῷ παναθλί τῇ παναθλί τῷ παναθλί
    αιτιατική τὸν πανάθλιον τὴν παναθλίᾱν τὸ πανάθλιον
     κλητική ! πανάθλιε παναθλί πανάθλιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πανάθλιοι αἱ πανάθλιαι τὰ πανάθλι
      γενική τῶν παναθλίων τῶν παναθλίων τῶν παναθλίων
      δοτική τοῖς παναθλίοις ταῖς παναθλίαις τοῖς παναθλίοις
    αιτιατική τοὺς παναθλίους τὰς παναθλίᾱς τὰ πανάθλι
     κλητική ! πανάθλιοι πανάθλιαι πανάθλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παναθλίω τὼ παναθλί τὼ παναθλίω
      γεν-δοτ τοῖν παναθλίοιν τοῖν παναθλίαιν τοῖν παναθλίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανάθλιος < παν- + ἄθλιος

  Επίθετο

επεξεργασία

πανάθλιος, -α, -ον (επιτατικό επίθετο) (χωρίς παραθετικά)