πανάθλιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανάθλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανάθλιος. Συγχρονικά αναλύεται σε παν- + άθλιος.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈna.θli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νά‐θλι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
πανάθλιος, -α, -ο (επιτατικό επίθετο) (χωρίς παραθετικά)
- (μειωτικό) τελείως άθλιος, χαμερπής, τιποτένιος
- πολύ δυστυχισμένος, εξαθλιωμένος, που τον βλέπουν οι άλλοι με περιφρόνηση
- ※ [καθαρεύουσα, κατά την αρχαία κλίση πανάθλιος] «Τὸ ὄνομά μου eἶν’ Ἑλλάς, κοινῶς δὲ καὶ Γραικία ἡ πρὶν λαμπρὰ καὶ ἔνδοξος, τώρα δὲ παναθλία.»
- Αγνώστου, Ο Ρωσσοαγγλογάλλος, 1805, στίχοι 322-323
- ※ [καθαρεύουσα, κατά την αρχαία κλίση πανάθλιος] «Τὸ ὄνομά μου eἶν’ Ἑλλάς, κοινῶς δὲ καὶ Γραικία ἡ πρὶν λαμπρὰ καὶ ἔνδοξος, τώρα δὲ παναθλία.»
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανάθλιος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πανάθλιος, -α, -ον (επιτατικό επίθετο) (χωρίς παραθετικά)
- τελείως άθλιος, πανάθλιος
- → δείτε και τη λέξη τρισάθλιος
Πηγές επεξεργασία
- πανάθλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανάθλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.