χαμερπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαμερπής | η | χαμερπής | το | χαμερπές |
γενική | του | χαμερπούς* | της | χαμερπούς | του | χαμερπούς |
αιτιατική | τον | χαμερπή | τη | χαμερπή | το | χαμερπές |
κλητική | χαμερπή(ς) | χαμερπής | χαμερπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαμερπείς | οι | χαμερπείς | τα | χαμερπή |
γενική | των | χαμερπών | των | χαμερπών | των | χαμερπών |
αιτιατική | τους | χαμερπείς | τις | χαμερπείς | τα | χαμερπή |
κλητική | χαμερπείς | χαμερπείς | χαμερπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαμερπής < αρχαία ελληνική χαμερπής
Επίθετο
επεξεργασίαχαμερπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαμερπής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαμερπής
- που σέρνεται στη γη
- χαμερπές ζῷον