ποταπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ποταπός | η | ποταπή | το | ποταπό |
γενική | του | ποταπού | της | ποταπής | του | ποταπού |
αιτιατική | τον | ποταπό | την | ποταπή | το | ποταπό |
κλητική | ποταπέ | ποταπή | ποταπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ποταποί | οι | ποταπές | τα | ποταπά |
γενική | των | ποταπών | των | ποταπών | των | ποταπών |
αιτιατική | τους | ποταπούς | τις | ποταπές | τα | ποταπά |
κλητική | ποταποί | ποταπές | ποταπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποταπός < αρχαία ελληνική ποταπός (η σημερινή σημασία καθιερώθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους)
Επίθετο
επεξεργασίαποταπός ,-ή ,-ό
- ηθικά ευτελής, τιποτένιος, μικρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ποταπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαποταπός < → λείπει η ετυμολογία
Αντωνυμία
επεξεργασίαποταπός
- δωρικός τύπος του ποδαπός