τιποτένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τιποτένιος | η | τιποτένια | το | τιποτένιο |
γενική | του | τιποτένιου | της | τιποτένιας | του | τιποτένιου |
αιτιατική | τον | τιποτένιο | την | τιποτένια | το | τιποτένιο |
κλητική | τιποτένιε | τιποτένια | τιποτένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τιποτένιοι | οι | τιποτένιες | τα | τιποτένια |
γενική | των | τιποτένιων | των | τιποτένιων | των | τιποτένιων |
αιτιατική | τους | τιποτένιους | τις | τιποτένιες | τα | τιποτένια |
κλητική | τιποτένιοι | τιποτένιες | τιποτένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.poˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐πο‐τέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίατιποτένιος, -α, -ο
- που δεν αξίζει τίποτα
- ↪ να μην ασχολούμαστε με τιποτένια πράγματα
- (για άνθρωπο, υβριστικό)
- ↪ είναι τιποτένιος άνθρωπος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατιποτένιος αρσενικό (θηλυκό τιποτένια)
- (υβριστικό) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης