Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άχρηστος η άχρηστη το άχρηστο
      γενική του άχρηστου της άχρηστης του άχρηστου
    αιτιατική τον άχρηστο την άχρηστη το άχρηστο
     κλητική άχρηστε άχρηστη άχρηστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άχρηστοι οι άχρηστες τα άχρηστα
      γενική των άχρηστων των άχρηστων των άχρηστων
    αιτιατική τους άχρηστους τις άχρηστες τα άχρηστα
     κλητική άχρηστοι άχρηστες άχρηστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

άχρηστος < αρχαία ελληνική ἄχρηστος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια δύσχρηστος, εύχρηστος, κοινόχρηστος)

  Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sto/ ουδέτερο

  Επίθετο

άχρηστος, -η, -ο

  1. που δε χρησιμεύει σε κάτι
  2. μη αναγκαίος, περιττός
  3. που έχει υποπέσει σε αχρηστία

  Μεταφράσεις