άχρηστος
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άχρηστος < αρχαία ελληνική ἄχρηστος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική χρηστός < αοριστικό θέμα χρησ- του χρῶμαι + -τος (βλέπε και τα παρόμοια δύσχρηστος, εύχρηστος, κοινόχρηστος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ˈa.xɾi.sto/ ουδέτερο
Επίθετο
άχρηστος, -η, -ο
- που δε χρησιμεύει σε κάτι
- αντικείμενο χωρίς χρηστική αξία
- άτομο που οι πράξεις του δεν έχουν αξία, είναι αναποτελεσματικές, ανούσιες
- μη αναγκαίος, περιττός
- που έχει υποπέσει σε αχρηστία