Κατηγορία:Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωραίος | η | ωραία | το | ωραίο |
γενική | του | ωραίου | της | ωραίας | του | ωραίου |
αιτιατική | τον | ωραίο | την | ωραία | το | ωραίο |
κλητική | ωραίε | ωραία | ωραίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωραίοι | οι | ωραίες | τα | ωραία |
γενική | των | ωραίων | των | ωραίων | των | ωραίων |
αιτιατική | τους | ωραίους | τις | ωραίες | τα | ωραία |
κλητική | ωραίοι | ωραίες | ωραία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετα σε ος, -α, -ο με σταθερό τόνο σε όλες τις πτώσεις.
Παροξύτονα όπως το 'ωραίος' ή προπαροξύτονα όπως το 'θαυμάσιος'.
- ωραίος, ωραία, ωραίο
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'ωραίος'}} |παροξ=1 για συνιζημένη κατάληξη
|
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 3 υποκατηγορίες, από 3 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 750 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβραμιαίος
- αβυσσαλέος
- αγαλματένιος
- αγελαδίσιος
- αγελαίος
- άγιος
- Άγιος
- αγκαθένιος
- αγκαθοφόρος
- αγοραίος
- αγορίσιος
- αγριλίσιος
- αγροίκος
- αδαμαντοφόρος
- αδαμιαίος
- άδειος
- αδηφάγος
- αειφόρος
- αεριοφόρος
- αεροφόρος
- αετίσιος
- αηδονίσιος
- αθώος
- αιγαίος
- αιθουσονωτιαίος
- αιθυλιούχος
- αιμοβόρος
- αιμοφόρος
- -αίος
- αισχρολόγος
- ακαριαίος
- ακμαίος
- ακραίος
- ακριδοκτόνος
- ακρογωνιαίος
- άκρος
- ακτινοφόρος
- αλατοφόρος
- αλγογόνος
- αλέγκρος
- αλέγρος
- -αλέος
- αλεπουδίσιος
- αλευρένιος
- αλλεργιογόνος
- αλληλοκτόνος
- αλλοτριοφάγος
- αλογίσιος
- αλογονούχος
- αλουμινένιος
- αλπακαδένιος
- αμελητέος
- αμμουδένιος
- αμμωνιούχος
- αμοιβαίος
- αμπελοφόρος
- αμυλούχος
- αναγκαίος
- αναδασωτέος
- αναιρετέος
- αναληπτέος
- ανάριος
- αναρτητέος
- ανδρείος
- ανεξεταστέος
- ανθρακούχος
- ανθρακοφόρος
- ανθρωποκτόνος
- ανίσκιος
- αντιασφυξιογόνος
- αντικραυγαλέος
- αντιμονιούχος
- αντρείος
- αντρίκειος
- αντρίκιος
- αορτοστεφανιαίος
- απάγγειος
- απάγκειος
- απάγκιος
- απευκταίος
- αποβλητέος
- αποβολιμαίος
- αποδεικτέος
- αποδιοπομπαίος
- απορριμματοφόρος
- απορριπτέος
- απόσκιος
- αποστρατευτέος
- αργείος
- αργυρούχος
- αριστούχος
- αρκουδίσιος
- αρμενοφόρος
- αρνίσιος
- αρσενικούχος
- αρχαίος
- ασβεστούχος
- ασημένιος
- ασημογκρίζος
- ασπιδοφόρος
- αστείος
- αστραπιαίος
- ασφαλτούχος
- ασφυξιογόνος
- ατλαζένιος
- ατσαλένιος
- αφαιρετέος
- αχρείος
- αχυρένιος
Β
Γ
- γαδολινιούχος
- γαϊδουρίσιος
- γαλάζιος
- γαλακτοφάγος
- γαλακτοφόρος
- γαλαντόμος
- γαλατένιος
- γαλλιούχος
- γατίσιος
- γελαδίσιος
- γελοίος
- γενναίος
- γεραλέος
- γερανοφόρος
- γερμανιούχος
- γηραλέος
- γιγαντιαίος
- γιδίσιος
- γκρίζος
- γκροτέσκος
- γλουτιαίος
- γναθιαίος
- γναθοφόρος
- γουλόζος
- γουνοφόρος
- γουρουνίσιος
- γρανιτένιος
- γυαλένιος
- γυναίκειος
- γυναικείος
- γυναικίσιος
- γωνιαίος
Δ
- δακρυγόνος
- δακρυογόνος
- δαμαλίσιος
- δαντελένιος
- δασμολογητέος
- δαφνηφόρος
- δαφνοφόρος
- δαχτυλιδένιος
- δεκαμηνιαίος
- δεκατιαίος
- δεντρίσιος
- δερματένιος
- διαθηκώος
- διαιρετέος
- διακριβωτέος
- διαμαντένιος
- διαμελιστέος
- διαμηριαίος
- διατηρητέος
- διδακτέος
- διμηνιαίος
- διορθωτέος
- διφωσφορυλιούχος
- διψαλέος
- δρεπανηφόρος
- δρομαίος
- δωδωναίος