βαπορίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαπορίσιος | η | βαπορίσια | το | βαπορίσιο |
γενική | του | βαπορίσιου | της | βαπορίσιας | του | βαπορίσιου |
αιτιατική | τον | βαπορίσιο | τη | βαπορίσια | το | βαπορίσιο |
κλητική | βαπορίσιε | βαπορίσια | βαπορίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαπορίσιοι | οι | βαπορίσιες | τα | βαπορίσια |
γενική | των | βαπορίσιων | των | βαπορίσιων | των | βαπορίσιων |
αιτιατική | τους | βαπορίσιους | τις | βαπορίσιες | τα | βαπορίσια |
κλητική | βαπορίσιοι | βαπορίσιες | βαπορίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαπορίσιος, -ια, -ιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαπορίσιος
|