Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαπορίσιος η βαπορίσια το βαπορίσιο
      γενική του βαπορίσιου της βαπορίσιας του βαπορίσιου
    αιτιατική τον βαπορίσιο τη βαπορίσια το βαπορίσιο
     κλητική βαπορίσιε βαπορίσια βαπορίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαπορίσιοι οι βαπορίσιες τα βαπορίσια
      γενική των βαπορίσιων των βαπορίσιων των βαπορίσιων
    αιτιατική τους βαπορίσιους τις βαπορίσιες τα βαπορίσια
     κλητική βαπορίσιοι βαπορίσιες βαπορίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαπορίσιος < βαπόρι + -ίσιος

  Επίθετο επεξεργασία

βαπορίσιος, -ια, -ιο

  1. σχετικός με το βαπόρι
    • βαπορίσιος καφές: καφές (ρόφημα) κακής ποιότητας

  Μεταφράσεις επεξεργασία