αδαμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδαμιαίος < Αδάμ
Επίθετο
επεξεργασίααδαμιαίος -α -ο
- που αναφέρεται ή μοιάζει στον Αδάμ, τον πρώτο άνθρωπο, και κυρίως στη γύμνια του
- εμφανίστηκε με αδαμιαία περιβολή - (δηλαδή γυμνός)