• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Αδάμ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Κύριο όνομα
      • 1.3.1 Δείτε επίσης
      • 1.3.2 Μεταφράσεις
      • 1.3.3 Μεταγραφές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Αδάμ < ελληνιστική κοινή Ἀδάμ < εβραϊκή אדם ('Adam)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈðam/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐δάμ

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Αδάμ αρσενικό άκλιτο

  1. (θρησκεία) ο πρωτόπλαστος, ο πρώτος άνθρωπος, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους
  2. ανδρικό όνομα
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Αδαμάκης
  • Αδαμάκος
  • Αδάμης
  • Αδαμίδης
  • Αδάμογλου
  • Αδαμόπουλος
  • Αδάμος
  • Αδάμ στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    Αδάμ
  • αγγλικά : Adam (en)
  • ισπανικά : Adán (es)
  • πολωνικά : Adam (pl)

ΜεταγραφέςΕπεξεργασία

  • λατινικοί χαρακτήρες:  Adam
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Αδάμ&oldid=5557539"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Απριλίου 2022, στις 14:03
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Απριλίου 2022, στις 14:03.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie