πρωτόπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρωτόπλαστος < ελληνιστική κοινή πρωτόπλαστος < αρχαία ελληνική πρῶτος + πλάσσω, μορφολογικά αναλύεται πρωτό- + -πλαστος
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτόπλαστος, -η, -ο
- που πλάστηκε / δημιουργήθηκε πρώτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτόπλαστος αρσενικό
- αυτός που πλάστηκε / δημιουργήθηκε πρώτος από τον θεό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρωτόπλαστος