Δείτε επίσης: ἄνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άνθρωπος οι άνθρωποι
      γενική του ανθρώπου των ανθρώπων
    αιτιατική τον άνθρωπο τους ανθρώπους
     κλητική άνθρωπε άνθρωποι
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, οι ανθρώποι,
συχνότερα αθρώποι από το άθρωπος.
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άνθρωπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνθρωπος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈan.θɾo.pos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: άν‐θρω‐πος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άνθρωπος αρσενικό

  1. αυτός και αυτή που ανήκει στην ανθρώπινη φυλή
    στην υφήλιο ζουν 7 δισεκατομμύρια άνθρωποι
  2. ο κάθε ένας και η καθεμιά από τους κατοίκους της γης
    είδα έναν άνθρωπο αλλά δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω
  3. αυτός και αυτή που έχει ορισμένα ψυχικά χαρακτηριστικά που τον/ην κάνουν αποδεκτό/ή από την κοινωνία
    επιτέλους, έγινε άνθρωπος

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

όπως ενδεικτικά

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία