κτηνάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κτηνάνθρωπος | οι | κτηνάνθρωποι |
γενική | του | κτηνάνθρωπου & κτηνανθρώπου |
των | κτηνάνθρωπων & κτηνανθρώπων |
αιτιατική | τον | κτηνάνθρωπο | τους | κτηνάνθρωπους & κτηνανθρώπους |
κλητική | κτηνάνθρωπε | κτηνάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακτηνάνθρωπος αρσενικό