Δείτε επίσης: κτῆνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτήνος τα κτήνη
      γενική του κτήνους των κτηνών
    αιτιατική το κτήνος τα κτήνη
     κλητική κτήνος κτήνη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτήνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κτῆνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkti.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτή‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κτήνος ουδέτερο & χτήνος

  1. (παρωχημένο) το ζώο
  2. (μειωτικό) στην παρομοίωση σαν κτήνος / σα χτήνος
  3. (υβριστικό) χυδαίος, ωμός άνθρωπος

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με κτην- ή χτην-

και

θέμα μόνο με με κτην-

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία