ωμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ωμός | η | ωμή | το | ωμό |
γενική | του | ωμού | της | ωμής | του | ωμού |
αιτιατική | τον | ωμό | την | ωμή | το | ωμό |
κλητική | ωμέ | ωμή | ωμό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ωμοί | οι | ωμές | τα | ωμά |
γενική | των | ωμών | των | ωμών | των | ωμών |
αιτιατική | τους | ωμούς | τις | ωμές | τα | ωμά |
κλητική | ωμοί | ωμές | ωμά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ωμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὠμός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈmos/
- τονικά παρώνυμα: ώμος, όμως
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ωμός, -ή, -ό
- (για τρόφιμα, κρέας, λαχανικά) που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει
- ≠ αντώνυμα: ψητός, βραστός, μαγειρεμένος
- (σπάνιο, για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει ακόμη
- (για πηλό, πλίνθο, αγγείο) που δεν έχει ψηθεί ακόμη στο καμίνι
- (μεταφορικά) χωρίς ευαισθησία και ευγένεια
- ≈ συνώνυμα: απάνθρωπος, κυνικός, σκληρός
- που δεν έχει ηθικές αναστολές ή αυτοσυγκράτηση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ωμότητα
- ωμόπλινθος
- ωμοφάγος
- ωμά (επίρρημα)