χυδαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χυδαίος | η | χυδαία | το | χυδαίο |
γενική | του | χυδαίου | της | χυδαίας | του | χυδαίου |
αιτιατική | τον | χυδαίο | τη | χυδαία | το | χυδαίο |
κλητική | χυδαίε | χυδαία | χυδαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χυδαίοι | οι | χυδαίες | τα | χυδαία |
γενική | των | χυδαίων | των | χυδαίων | των | χυδαίων |
αιτιατική | τους | χυδαίους | τις | χυδαίες | τα | χυδαία |
κλητική | χυδαίοι | χυδαίες | χυδαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χυδαίος < (ελληνιστική κοινή) χυδαῖος (κοινός) < χύδην < χέω
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
χυδαίος, -α, -ο
- πρόστυχος, μη ευπρεπής, συχνά προσβλητικός
- με έβρισε με χυδαία λόγια
- (κατά την αρχαία σημασία) που χαρακτηρίζει τους απλούς και αμόρφωτους ανθρώπους
- για τους οπαδούς της καθαρεύουσας, η δημοτική ήταν μια «χυδαία» γλώσσα
- ακρατής (χωρίς εγκράτεια) και ακραίος - υπερβολικός
- οι χυδαίοι χοροί δε με ενθουσιάζουν, θέλω τρυφερή παρτενέρ
- απλοϊκός, υπεραπλουστευμένος
- χυδαίος υλισμός (φιλοσοφική θεώρηση)