χέω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χέω < αρχαία ελληνική χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)
Ρήμα
επεξεργασίαχέω
- δύσχρηστη μορφή του χύνω, διασκορπίζω (β΄ συνθετικό ρημάτων π.χ. διαχέω, εκχέω, συγχέω και ρίζα πολλών ουσιαστικών αλλά σπάνια μη σύνθετο)
Συγγενικά
επεξεργασία
Από το χέω και δείτε |
Θέμα χο-
|
Θέμα χυσ- |
Θέμα χυτ- |
Δείτε και τις λέξεις, |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω)
Ρήμα
επεξεργασίαχέω
- χύνω, σκορπίζω, στρώνω στο δάπεδο, στη γη, απλή μορφή κυρίως σε επικά έργα και ποίηση, πιο συνηθισμένο στα σύνθετά του
- κρήνη κατ᾽ αἰγίλιπος πέτρης χέει ὕδωρ (Ιλιάδα)
- χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσι
- δάκρυα θερμὰ χέοντες
- φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον (Αισχύλος)
- κεχυμένοι ὀφθαλμοί (δακρυσμένα μάτια)
- πάγου χυθέντος : όταν είχε "στρώσει" το χιόνι
- (μεταφορικά) σκορπίζομαι παντού, γεμίζει ο τόπος, έχω υπερβολική παρουσία-ποσότητα-ένταση
- χέοντο δούρατα, βέλεα (έπεφταν βροχή τα βέλη, τα ακόντια, χύνονταν σαν νερό)
- ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο : παντού παραμόνευε ο θάνατος
- ἐχύθη οἱ θυμός
- με έντονη ροπή, τάση προς κάτι
- κεχυμένος ἐς τἀφροδίσια, πρὸς ἡδονήν
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χέω και επικός τύπος χείω και αργότερα χύνω και χεύω, παρατ. ἔχεον μέλλοντας χέω (διακρινόταν από τον ενεστώτα από τα συμφραζόμενα) αοριστος ἔχεα και επικός τύπος ἔχευα, στην Ιλιάδα χεῦα μεταγενέστερα ἔχευσα παρακ. κέχυκα
- Μέσος και παθ. ενεστ. χέομαι και χεύομαι, παρατ. ἐχεόμην, μέλλ. χέομαι και χυθήσομαι και αργότερα χεθήσομαι, αόριστος ἐχεάμην, επικός τύπος ἐχευάμην και χευάμην και ἐχύθην και αργότερα ἐχέθην, παρακ. κέχυμαι, υπερσ. ἐκεχύμην
- χύννω και χύνω στην (ελληνιστική κοινή) παράλληλα με τους αρχαίους τύπους
Πηγές
επεξεργασία- χέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.