Δείτε επίσης: χυδαίος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χῠδαι-
ονομαστική / χυδαῖος τὸ χυδαῖον
      γενική τοῦ/τῆς χυδαίου τοῦ χυδαίου
      δοτική τῷ/τῇ χυδαί τῷ χυδαί
    αιτιατική τὸν/τὴν χυδαῖον τὸ χυδαῖον
     κλητική ! χυδαῖε χυδαῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χυδαῖοι τὰ χυδαῖ
      γενική τῶν χυδαίων τῶν χυδαίων
      δοτική τοῖς/ταῖς χυδαίοις τοῖς χυδαίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χυδαίους τὰ χυδαῖ
     κλητική ! χυδαῖοι χυδαῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χυδαίω τὼ χυδαίω
      γεν-δοτ τοῖν χυδαίοιν τοῖν χυδαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χυδαῖος < χύδ(ην) (ανακατεμένα, επίρρημα) + -αῖος < θέμα χυ- (όπως και στο χέω) + -δην [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χυδαῖος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. πολυπληθής, πολυάριθμος
    ※  οἱ δὲ υἱοὶ Ισραηλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο (Παλαιά Διαθήκη, μετάφραση των Εβδομήκοντα, Έξοδος 2.22)
  2. κοινός, συνηθισμένος
    ※  ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ὑποβαλεῖν χυδαῖον (Πλούταρχος, Πῶς ἄν τις αἴσθοιτο ἑαυτοῦ προκόπτοντος ἐπ' ἀρετῇ, 85.F.8)
  3. (για ανθρώπους) κοινός, που αναφέρεται στο πλήθος (και όχι στους σοφούς)
    ※  οὐ γὰρ ὄχλον γε γυναικῶν καὶ παντὸς χυδαίου πλήθους ἐπαγαγεῖν λόγῳ δυνατὸν φιλοσόφῳ (Στράβων, Γεωγραφικά, 1.2.8.35-36)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. χυδαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.