χυδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
χῠδαι- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | χυδαῖος | τὸ | χυδαῖον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | χυδαίου | τοῦ | χυδαίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | χυδαίῳ | τῷ | χυδαίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | χυδαῖον | τὸ | χυδαῖον | ||
κλητική ὦ! | χυδαῖε | χυδαῖον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | χυδαῖοι | τὰ | χυδαῖᾰ | ||
γενική | τῶν | χυδαίων | τῶν | χυδαίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | χυδαίοις | τοῖς | χυδαίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | χυδαίους | τὰ | χυδαῖᾰ | ||
κλητική ὦ! | χυδαῖοι | χυδαῖᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χυδαίω | τὼ | χυδαίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χυδαίοιν | τοῖν | χυδαίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχυδαῖος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- πολυπληθής, πολυάριθμος
- ※ οἱ δὲ υἱοὶ Ισραηλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο (Παλαιά Διαθήκη, μετάφραση των Εβδομήκοντα, Έξοδος 2.22)
- κοινός, συνηθισμένος
- ※ ξύλον τὸ τυχὸν ἢ λίθον ὑποβαλεῖν χυδαῖον (Πλούταρχος, Πῶς ἄν τις αἴσθοιτο ἑαυτοῦ προκόπτοντος ἐπ' ἀρετῇ, 85.F.8)
- (για ανθρώπους) κοινός, που αναφέρεται στο πλήθος (και όχι στους σοφούς)
- ※ οὐ γὰρ ὄχλον γε γυναικῶν καὶ παντὸς χυδαίου πλήθους ἐπαγαγεῖν λόγῳ δυνατὸν φιλοσόφῳ (Στράβων, Γεωγραφικά, 1.2.8.35-36)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χυδαίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χυδαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.