Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολυάριθμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολυάριθμ
ος
η
πολυάριθμ
η
το
πολυάριθμ
ο
γενική
του
πολυάριθμ
ου
της
πολυάριθμ
ης
του
πολυάριθμ
ου
αιτιατική
τον
πολυάριθμ
ο
την
πολυάριθμ
η
το
πολυάριθμ
ο
κλητική
πολυάριθμ
ε
πολυάριθμ
η
πολυάριθμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολυάριθμ
οι
οι
πολυάριθμ
ες
τα
πολυάριθμ
α
γενική
των
πολυάριθμ
ων
των
πολυάριθμ
ων
των
πολυάριθμ
ων
αιτιατική
τους
πολυάριθμ
ους
τις
πολυάριθμ
ες
τα
πολυάριθμ
α
κλητική
πολυάριθμ
οι
πολυάριθμ
ες
πολυάριθμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολυάριθμος
<
πολύ
+
αριθμός
= σε μεγάλη ποσότητα
Επίθετο
επεξεργασία
πολυάριθμος, -η, -ο
που αποτελείται από μεγάλο
πλήθος
πολυάριθμη
και δυναμική συμμετοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυάριθμος
αγγλικά
:
numerous
(en)
,
large
(en)
γαλλικά
:
nombreux
(fr)
γερμανικά
:
zahlreich
(de)