παραθετικά
θετικός large
συγκριτικός larger
υπερθετικός largest

  Επίθετο

επεξεργασία

large (en)

  • μεγάλος, φαρδύς, πολυπληθής, πολυάριθμος, μεγάλο σε μέγεθος ή αριθμό
    ⮡  a large house/crowd - ένα μεγάλο σπίτι/πλήθος
    ⮡  a large fortune - μια μεγάλη περιουσία
    ⮡  What is the largest amount that we can give?
    Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορούμε να δώσουμε;
    ⮡  This sweater is too large for me.
    Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
    ⮡  a large meeting - μια πολυπληθής συγκέντρωση
    ⮡  a large army - ένας πολυάριθμος στρατός

Συνώνυμα

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
large larges

  Επίθετο

επεξεργασία

large (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία