large
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | large |
συγκριτικός | larger |
υπερθετικός | largest |
Επίθετο
επεξεργασίαlarge (en)
- μεγάλος, φαρδύς, πολυπληθής, πολυάριθμος, μεγάλο σε μέγεθος ή αριθμό
- ⮡ a large house/crowd - ένα μεγάλο σπίτι/πλήθος
- ⮡ a large fortune - μια μεγάλη περιουσία
- ⮡ What is the largest amount that we can give?
- Ποιο είναι το μέγιστο ποσό που μπορούμε να δώσουμε;
- ⮡ This sweater is too large for me.
- Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
- ⮡ a large meeting - μια πολυπληθής συγκέντρωση
- ⮡ a large army - ένας πολυάριθμος στρατός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- large - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 531-532, 723, 930. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεγάλος, πολυπληθής, φαρδύς
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
large | larges |
Επίθετο
επεξεργασίαlarge (fr) αρσενικό ή θηλυκό